- Φηγούς
- -οῡντος, ὁ, Ααττικός δήμος τής Ερεχθηΐδος φυλής.[ΕΤΥΜΟΛ. < φηγός + κατάλ. -οῦς (βλ. και λ. -όεις)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φηγούς — φηγός Valonia oak fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
DEMARCHI — Graece Δήμαρχοι, dicebantur in eadem Rep. praefecti τῶ Δήμων, quos illi, quando necesse erat, convocabant, eâdem potestate, quam prius Ναυκράροι vel Ναυκλάροι habuerant, (ut scribir Harpocration in Lexico, et Scholiastes Aristophan. ad haec verba … Hofmann J. Lexicon universale
σποδίζω — Α [σποδός] 1. ψήνω κάτι μέσα στη ζεστή στάχτη («μύρτα καὶ φηγοὺς σποδιοῡσι πρὸς τὸ πῡρ», Πλάτ.) 2. καίω, μεταβάλλω σε στάχτη («ἤ με κεραυνῷ σπόδισον ταχέως», Αριστοφ.) 3. καψαλίζω, τσουρουφλίζω («σποδίσαντες δὲ τὰς τρίχας», Διόδ.) 4. έχω τεφρό… … Dictionary of Greek
φηγών — ῶνος, ὁ, Α τόπος πλούσιος σε φηγούς, δάσος από οξιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φηγός + κατάλ. ών, ῶνος (πρβλ. πευκ ών)] … Dictionary of Greek